νήϊστος,
η,
ον, Sup.,
A). =
νήατος (v.
νέατος A), in form
νήϊστα· ἔσχατα, κατώτατα, Hsch.: hence perh. the name of the
πύλαι Νήϊσται at Thebes,
πύλαισι Νηΐστῃσι ( v.l.
νηΐτῃσι [-τισι, -ταισι] )
A. Th. 460 , cf. Stat.
Theb. 8.354 ;
Νηΐταις πύλαις E. Ph. 1104 codd.(
νήϊϊ, ταῖς πύλαις Hsch. : perh.
Νηΐτταις πύλαις with
-ττ- from
-στ-).