Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

νεωτερικός
νεωτέρισις
νεωτέρισμα
νεωτερισμός
νεωτεριστής
νεωτεριστικός
νεωτεροποιέω
νεωτεροποιία
νεωτεροποιός
νεώτερος
νεωτευκτικά
νεωφύλαξ
νεώχερμος
νη1
νή2
νῆ3
νῆα
νηάς
νήατος
νηγάτεος
νήγρετος
View word page
νεωτευκτικά
νεω-τευκτικά, τά,
A). concerning temple-building, as title of a book, Suid. s.v. Ὀρφεύς (νεο- codd.).


ShortDef

concerning temple-building

Debugging

Headword:
νεωτευκτικά
Headword (normalized):
νεωτευκτικά
Headword (normalized/stripped):
νεωτευκτικα
IDX:
70609
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-70610
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">νεω-τευκτικά</span>, <span class="gen greek">τά</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">concerning temple-building,</span> as title of a book, Suid. s.v. <span class="ref greek">Ὀρφεύς</span> (<span class="itype greek">νεο</span>- codd.).</div> </div><br><br>'}