νεωτεροποιέω
νεωτεροποι-έω,
A). make innovations, ; 6.75 try experiments, Aph. 1.20 : c. acc., revolutionize, τὰ κατὰ τὴν Ἰουδαίαν AJ 14.11.3 :— Pass., ὅταν μή τι -ηθῇ Epid. 2.1.4 .
II). = νεαροποιέω (q.v.), ν. τοὺς ἡλκωμένους τόπους . 10.257