νεωτερικός
νεωτερ-ικός, ή, όν,
A). natural to a youth, youthful, ἀγωγή ; 10.21.7 αὐθάδεια AJ 16.11.8 ; ἐπιθυμίαι 2 Ep.Ti. 2.22 ; ἁμαρτήματα . Adv. 118.3 -κῶς Dio 4 .
II). modern in style, κάτοπτρον POxy. 1449.56 (iii A.D.).