Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

νεωρίς
νεωρός
νέωρος
νεώροφος
νεωρυχής
νεώς
νεώσοικος
νεώσσω
νεωστί
νέωτα
νεώτατος
νεωτερίζω
νεωτερικός
νεωτέρισις
νεωτέρισμα
νεωτερισμός
νεωτεριστής
νεωτεριστικός
νεωτεροποιέω
νεωτεροποιία
νεωτεροποιός
View word page
νεώτατος
νεώτατος, η, ον, Sup. of νέος.


ShortDef

youngest

Debugging

Headword:
νεώτατος
Headword (normalized):
νεώτατος
Headword (normalized/stripped):
νεωτατος
IDX:
70597
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-70598
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">νεώτατος</span>, <span class="itype greek">η</span>, <span class="itype greek">ον</span>, Sup. of <span class="foreign greek">νέος.</span> </div><br><br>'}