νέω2
νέω (B), fut. νήσω: aor. 1 ἔνησα:— Pass., aor. ἐνήθην: pf. νένησμαι (ἐπι-) Ps.- Philopatr. 14 :—
A). spin, only aor. Med., ἅσσα οἱ κατὰ Κλῶθες νήσαντο the happenings which they spun out to him, ; of a spider, 7.198 νῇ νήματα Op. 777 ; στήμονα μακρὸν ἔνησα ; 183 πέπλους τε νῆσαι Fr. 439 ; στήμονα νήσω Lys. 519 ; νῶσαι μαλθακωτάτην κρόκην ; 319 τὰ νηθέντα Plt. 282e : 3 pl. νῶσι occurs in NA 7.12 (as if from νάω), cf. , 7.32 10.125 , EM 344.1 ; and cites νῶντα· νήθοντα; in Eup.l.c. Meineke restores νῆσαι for νῶσαι. (Cf. Lat. neo 'spin', OHG. nāan 'sew', etc.)