Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀναμύω
ἀναμφήριστος
ἀναμφίβολος
ἀναμφιδόξως
ἀναμφίλεκτος
ἀναμφίλογος
ἀναμφισβήτητος
ἀναμφόδαρχος
ἀναμωκάομαι
ἀνανάγκαστος
ἄνανδες
ἀνανδρία
ἀνανδριεῖς
ἀνανδρόομαι
ἄνανδρος
ἀνάνδρωτος
ἀνανεάζω
ἀνανέμω
ἀνανέομαι
ἀνανεόομαι
ἀνανέσαι
View word page
ἄνανδες
ἄνανδες· ἄνωθεν ( Cypr.), Cyr. Dresd.; but ἀνανδές· οὐκ εὐάρεστον, ἢ ἀληθές, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἄνανδες
Headword (normalized):
ἄνανδες
Headword (normalized/stripped):
ανανδες
IDX:
7047
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-7048
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἄνανδες·</span> <span class="foreign greek">ἄνωθεν</span> (<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Cypr.</span></span>), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Cyr.</span> </span> Dresd.; but <span class="orth greek">ἀνανδές·</span> <span class="foreign greek">οὐκ εὐάρεστον, ἢ ἀληθές,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}