Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

νεοτήσιος
νεότικτος
νεότμητος
νεότοκος
νεότομος
νεοτρεφής
νεότρητος
νεοτριβής
νεότροφος
νεότρωτος
νεοττεία
νεότυρος
νεουργέω
νεουργής
νεουργός
νεουργός
νεούτατος
νεούτητος
νεοΰφαντος
νεοφάντης
νεόφατος
View word page
νεοττεία
νεοττεία, etc.,
A). v. νεοσς-.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
νεοττεία
Headword (normalized):
νεοττεία
Headword (normalized/stripped):
νεοττεια
IDX:
70419
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-70420
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">νεοττεία</span>, etc., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">νεοσς-.</span> </div> </div><br><br>'}