Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀναμοχλεύω
ἀναμπέχονος
ἀναμπλάκητος
ἀνάμπυξ
ἀναμυλλᾶναι
ἀναμυρησάμενος
ἀναμυχθίζομαι
ἀναμύω
ἀναμφήριστος
ἀναμφίβολος
ἀναμφιδόξως
ἀναμφίλεκτος
ἀναμφίλογος
ἀναμφισβήτητος
ἀναμφόδαρχος
ἀναμωκάομαι
ἀνανάγκαστος
ἄνανδες
ἀνανδρία
ἀνανδριεῖς
ἀνανδρόομαι
View word page
ἀναμφιδόξως
ἀναμφιδόξως
, Adv.
A).
incontrovertibly,
Plu.
2.441f
.
ShortDef
incontrovertibly
Debugging
Headword:
ἀναμφιδόξως
Headword (normalized):
ἀναμφιδόξως
Headword (normalized/stripped):
αναμφιδοξως
IDX:
7040
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-7041
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀναμφιδόξως</span>, Adv. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">incontrovertibly,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.441f </span>.</div> </div><br><br>'}