Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀναμόρφωσις
ἀναμορφωτής
ἀναμοχλεύω
ἀναμπέχονος
ἀναμπλάκητος
ἀνάμπυξ
ἀναμυλλᾶναι
ἀναμυρησάμενος
ἀναμυχθίζομαι
ἀναμύω
ἀναμφήριστος
ἀναμφίβολος
ἀναμφιδόξως
ἀναμφίλεκτος
ἀναμφίλογος
ἀναμφισβήτητος
ἀναμφόδαρχος
ἀναμωκάομαι
ἀνανάγκαστος
ἄνανδες
ἀνανδρία
View word page
ἀναμφήριστος
ἀναμφήριστος
,
ον
,
A).
=
ἀναμφίβολος
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀναμφήριστος
Headword (normalized):
ἀναμφήριστος
Headword (normalized/stripped):
αναμφηριστος
IDX:
7038
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-7039
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀναμφήριστος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ἀναμφίβολος</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}