Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
νεοσσοκόμος
νεοσσοποιέω
νεοσσοποιία
νεοσσοπῶλις
νεοσσός
νεοσσοτροφεῖον
νεοσσοτροφέω
νεοσσοτροφία
νεόσσυτος
νεοσταθής
νεοστάλυξ
νεοστασίη
νεόστατος
νεόστεπτος
νεοστεφής
νεοστράτευτος
νεόστρατος
νεόστροφος
νεοσύλλεκτος
νεοσύλλογος
νεοσύστατος
View word page
νεοστάλυξ
νεο-στάλυξ
,
ῠγος
,
ὁ
,
ἡ
,
A).
=
νεοδάκρυτος
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
νεοστάλυξ
Headword (normalized):
νεοστάλυξ
Headword (normalized/stripped):
νεοσταλυξ
IDX:
70387
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-70388
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">νεο-στάλυξ</span>, <span class="itype greek">ῠγος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">νεοδάκρυτος</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}