Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀναμονή
ἀναμορμύρω
ἀναμορφόω
ἀναμόρφωσις
ἀναμορφωτής
ἀναμοχλεύω
ἀναμπέχονος
ἀναμπλάκητος
ἀνάμπυξ
ἀναμυλλᾶναι
ἀναμυρησάμενος
ἀναμυχθίζομαι
ἀναμύω
ἀναμφήριστος
ἀναμφίβολος
ἀναμφιδόξως
ἀναμφίλεκτος
ἀναμφίλογος
ἀναμφισβήτητος
ἀναμφόδαρχος
ἀναμωκάομαι
View word page
ἀναμυρησάμενος
ἀναμυρησάμενος
(
-μοιρ-
Cyr.Dresd.)
<*> χρηματισάμενος,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀναμυρησάμενος
Headword (normalized):
ἀναμυρησάμενος
Headword (normalized/stripped):
αναμυρησαμενος
IDX:
7035
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-7036
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀναμυρησάμενος</span> (<span class="foreign greek">-μοιρ-</span> Cyr.Dresd.)<span class="foreign greek"><*> χρηματισάμενος,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}