Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
νεόπολις
νεοπολίτης
νεοπότιστος
νεόποτος
νεοπραγέω
νεοπρεπής
νεόπριστος
Νεοπτόλεμος
νεόπτολις
νεοπτορθής
νεόπτραι
νεοπυρίητος
νέοργος
νεορραγής
νεόρραντος
νεορραφής
νεόρρυτος
νεόρρυτος
νεορρύφητος
νέορτος
νέος
View word page
νεόπτραι
νεό-πτραι·
υἱῶν θυγατέρες,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
νεόπτραι
Headword (normalized):
νεόπτραι
Headword (normalized/stripped):
νεοπτραι
IDX:
70349
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-70350
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">νεό-πτραι·</span> <span class="foreign greek">υἱῶν θυγατέρες,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}