Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀναμολύνω
ἀναμονή
ἀναμορμύρω
ἀναμορφόω
ἀναμόρφωσις
ἀναμορφωτής
ἀναμοχλεύω
ἀναμπέχονος
ἀναμπλάκητος
ἀνάμπυξ
ἀναμυλλᾶναι
ἀναμυρησάμενος
ἀναμυχθίζομαι
ἀναμύω
ἀναμφήριστος
ἀναμφίβολος
ἀναμφιδόξως
ἀναμφίλεκτος
ἀναμφίλογος
ἀναμφισβήτητος
ἀναμφόδαρχος
View word page
ἀναμυλλᾶναι
ἀναμυλλᾶναι·
ἀνανεῦσαι, ἀρνήσασθαι,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀναμυλλᾶναι
Headword (normalized):
ἀναμυλλᾶναι
Headword (normalized/stripped):
αναμυλλαναι
IDX:
7034
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-7035
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀναμυλλᾶναι·</span> <span class="foreign greek">ἀνανεῦσαι, ἀρνήσασθαι,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}