Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

νεόπνευστος
νεόποδες
νεοποιέω
νεοποίης
νεοποίητος
νεοποίκιλος
νεοποιός
νεόποκος
νεόπολις
νεοπολίτης
νεοπότιστος
νεόποτος
νεοπραγέω
νεοπρεπής
νεόπριστος
Νεοπτόλεμος
νεόπτολις
νεοπτορθής
νεόπτραι
νεοπυρίητος
νέοργος
View word page
νεοπότιστος
νεο-πότιστος, ον,
A). newly watered, Hsch. s.v. νεοαρδέα.


ShortDef

newly watered

Debugging

Headword:
νεοπότιστος
Headword (normalized):
νεοπότιστος
Headword (normalized/stripped):
νεοποτιστος
IDX:
70341
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-70342
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">νεο-πότιστος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">newly watered,</span> Hsch. s.v. <span class="ref greek">νεοαρδέα.</span> </div> </div><br><br>'}