Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

νεόξαντος
νεόξεστος
νεοπαγής
νεοπαθής
νεοπένης
νεοπενθής
νεοπέπειρος
νεόπεπτος
νεοπευθής
νεοπηγής
νεοπηθής
νεοπλαστής
νεοπλεκής
νεοπλουτοπόνηρος
νεόπλουτος
νεοπλυνής
νεόπλυτος
νεόπνευστος
νεόποδες
νεοποιέω
νεοποίης
View word page
νεοπηθής
νεο-πηθής· αἰχμάλωτος, Hsch. (-θείς cod.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
νεοπηθής
Headword (normalized):
νεοπηθής
Headword (normalized/stripped):
νεοπηθης
IDX:
70324
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-70325
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">νεο-πηθής·</span> <span class="foreign greek">αἰχμάλωτος,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (<span class="foreign greek">-θείς</span> cod.).</div><br><br>'}