Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

νεολαμπής
νεόλεκτος
νεολεξία
νεόληπτος
νεόλουτος
νεόλυτος
νεολώφητος
νέομαι
νεομάλακτος
νεόμηνι
νεομηνία
νεομορφοτύπωτος
νεόμυστος
νεόνυμφος
νεόξαντος
νεόξεστος
νεοπαγής
νεοπαθής
νεοπένης
νεοπενθής
νεοπέπειρος
View word page
νεομηνία
νεο-μηνία, ,
A). v. νουμηνία.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
νεομηνία
Headword (normalized):
νεομηνία
Headword (normalized/stripped):
νεομηνια
IDX:
70310
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-70311
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">νεο-μηνία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">νουμηνία.</span> </div> </div><br><br>'}