Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀνάμνησις
ἀναμνηστέον
ἀναμνηστικός
ἀναμνηστός
ἀναμολεῖν
ἀναμολύνω
ἀναμονή
ἀναμορμύρω
ἀναμορφόω
ἀναμόρφωσις
ἀναμορφωτής
ἀναμοχλεύω
ἀναμπέχονος
ἀναμπλάκητος
ἀνάμπυξ
ἀναμυλλᾶναι
ἀναμυρησάμενος
ἀναμυχθίζομαι
ἀναμύω
ἀναμφήριστος
ἀναμφίβολος
View word page
ἀναμορφωτής
ἀναμορφ-ωτής, οῦ, , Hsch.
A). s.v. εἰδοποιός.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀναμορφωτής
Headword (normalized):
ἀναμορφωτής
Headword (normalized/stripped):
αναμορφωτης
IDX:
7029
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-7030
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀναμορφ-ωτής</span>, <span class="itype greek">οῦ</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> s.v. <span class="ref greek">εἰδοποιός.</span> </div> </div><br><br>'}