Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀναμνημονεύω
ἀνάμνησις
ἀναμνηστέον
ἀναμνηστικός
ἀναμνηστός
ἀναμολεῖν
ἀναμολύνω
ἀναμονή
ἀναμορμύρω
ἀναμορφόω
ἀναμόρφωσις
ἀναμορφωτής
ἀναμοχλεύω
ἀναμπέχονος
ἀναμπλάκητος
ἀνάμπυξ
ἀναμυλλᾶναι
ἀναμυρησάμενος
ἀναμυχθίζομαι
ἀναμύω
ἀναμφήριστος
View word page
ἀναμόρφωσις
ἀναμόρφ-ωσις, εως, ,
A). forming anew, Suid. s.v. καινουργισμός.


ShortDef

forming anew

Debugging

Headword:
ἀναμόρφωσις
Headword (normalized):
ἀναμόρφωσις
Headword (normalized/stripped):
αναμορφωσις
IDX:
7028
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-7029
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀναμόρφ-ωσις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">forming anew,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">καινουργισμός.</span> </div> </div><br><br>'}