Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
νεοκατάγραφος
νεοκατασκεύαστος
νεοκατάστατος
νεοκατάχριστος
νεοκάτοικος
νεοκάττυτος
νεόκαυστος
νεοκέντητος
νεοκηδής
νεοκίνησις
νεοκλαδής
νεόκλωστος
νεοκμής
νεόκμητος
νεοκονίατος
νεόκοπος
νεόκοπτος
νεόκοτος
νεόκουρος
νεόκουφον
νεοκράς
View word page
νεοκλαδής
νεο-κλᾰδής
,
ές
,
A).
with new branches,
Hdn.Gr.
2.683
.
ShortDef
with new branches
Debugging
Headword:
νεοκλαδής
Headword (normalized):
νεοκλαδής
Headword (normalized/stripped):
νεοκλαδης
IDX:
70281
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-70282
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">νεο-κλᾰδής</span>, <span class="itype greek">ές</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">with new branches,</span> Hdn.Gr.<span class="bibl"> 2.683 </span>.</div> </div><br><br>'}