Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
νεοκαισαρεών
νεοκατάγραφος
νεοκατασκεύαστος
νεοκατάστατος
νεοκατάχριστος
νεοκάτοικος
νεοκάττυτος
νεόκαυστος
νεοκέντητος
νεοκηδής
νεοκίνησις
νεοκλαδής
νεόκλωστος
νεοκμής
νεόκμητος
νεοκονίατος
νεόκοπος
νεόκοπτος
νεόκοτος
νεόκουρος
νεόκουφον
View word page
νεοκίνησις
νεο-κίνησις
[
ῑ],
A).
gloss on
νεόχμωσις
,
Hsch.
,
EM
600.48
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
νεοκίνησις
Headword (normalized):
νεοκίνησις
Headword (normalized/stripped):
νεοκινησις
IDX:
70280
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-70281
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">νεο-κίνησις</span> [<span class="foreign greek">ῑ], </span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> gloss on <span class="ref greek">νεόχμωσις</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span>, <span class="title" style="font-style: italic;">EM</span> 600.48 </span>.</div> </div><br><br>'}