Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

νέοθριξ
νεοθρότοις
νεοίη
νέοικος
νεοκάθαρτος
νεοκαθίδρυτος
νεοκαισαρεών
νεοκατάγραφος
νεοκατασκεύαστος
νεοκατάστατος
νεοκατάχριστος
νεοκάτοικος
νεοκάττυτος
νεόκαυστος
νεοκέντητος
νεοκηδής
νεοκίνησις
νεοκλαδής
νεόκλωστος
νεοκμής
νεόκμητος
View word page
νεοκατάχριστος
νεο-κατάχριστος, ον,
A). just smeared, Dsc. 4.43 .


ShortDef

just smeared

Debugging

Headword:
νεοκατάχριστος
Headword (normalized):
νεοκατάχριστος
Headword (normalized/stripped):
νεοκαταχριστος
IDX:
70274
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-70275
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">νεο-κατάχριστος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">just smeared,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 4.43 </span>.</div> </div><br><br>'}