Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
νεοθλιβής
νεόθλιπτος
νεοθνής
νεόθρεπτος
νέοθριξ
νεοθρότοις
νεοίη
νέοικος
νεοκάθαρτος
νεοκαθίδρυτος
νεοκαισαρεών
νεοκατάγραφος
νεοκατασκεύαστος
νεοκατάστατος
νεοκατάχριστος
νεοκάτοικος
νεοκάττυτος
νεόκαυστος
νεοκέντητος
νεοκηδής
νεοκίνησις
View word page
νεοκαισαρεών
νεο-καισαρεών
,
ῶνος
, ὁ
(sc.
μήν
), month at Tira,
IGRom.
4.1665
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
νεοκαισαρεών
Headword (normalized):
νεοκαισαρεών
Headword (normalized/stripped):
νεοκαισαρεων
IDX:
70270
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-70271
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">νεο-καισαρεών</span>, <span class="itype greek">ῶνος</span> <span class="foreign greek">, ὁ</span> (sc. <span class="foreign greek">μήν</span>), month at Tira, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IGRom.</span> 4.1665 </span>.</div><br><br>'}