Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

νεοθήρευτος
νεοθλιβής
νεόθλιπτος
νεοθνής
νεόθρεπτος
νέοθριξ
νεοθρότοις
νεοίη
νέοικος
νεοκάθαρτος
νεοκαθίδρυτος
νεοκαισαρεών
νεοκατάγραφος
νεοκατασκεύαστος
νεοκατάστατος
νεοκατάχριστος
νεοκάτοικος
νεοκάττυτος
νεόκαυστος
νεοκέντητος
νεοκηδής
View word page
νεοκαθίδρυτος
νεο-καθίδρῡτος, ον,
A). gloss on νεόκτιστος , Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
νεοκαθίδρυτος
Headword (normalized):
νεοκαθίδρυτος
Headword (normalized/stripped):
νεοκαθιδρυτος
IDX:
70269
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-70270
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">νεο-καθίδρῡτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> gloss on <span class="ref greek">νεόκτιστος</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}