Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

νεοθήρατος
νεοθήρευτος
νεοθλιβής
νεόθλιπτος
νεοθνής
νεόθρεπτος
νέοθριξ
νεοθρότοις
νεοίη
νέοικος
νεοκάθαρτος
νεοκαθίδρυτος
νεοκαισαρεών
νεοκατάγραφος
νεοκατασκεύαστος
νεοκατάστατος
νεοκατάχριστος
νεοκάτοικος
νεοκάττυτος
νεόκαυστος
νεοκέντητος
View word page
νεοκάθαρτος
νεο-κάθαρτος [κᾰ],
A). newly cleaned, Suid. s.v. νεόσμηκτος.


ShortDef

newly cleaned

Debugging

Headword:
νεοκάθαρτος
Headword (normalized):
νεοκάθαρτος
Headword (normalized/stripped):
νεοκαθαρτος
IDX:
70268
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-70269
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">νεο-κάθαρτος</span> [<span class="foreign greek">κᾰ], </span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">newly cleaned,</span> Suid. s.v. <span class="ref greek">νεόσμηκτος.</span> </div> </div><br><br>'}