Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

νεοθηλής
νεόθηλος
νεοθήξ
νεοθήρατος
νεοθήρευτος
νεοθλιβής
νεόθλιπτος
νεοθνής
νεόθρεπτος
νέοθριξ
νεοθρότοις
νεοίη
νέοικος
νεοκάθαρτος
νεοκαθίδρυτος
νεοκαισαρεών
νεοκατάγραφος
νεοκατασκεύαστος
νεοκατάστατος
νεοκατάχριστος
νεοκάτοικος
View word page
νεοθρότοις
νεο-θρότοις· νεοαυξέσιν, νεωστὶ ὁρμῶσιν, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
νεοθρότοις
Headword (normalized):
νεοθρότοις
Headword (normalized/stripped):
νεοθροτοις
IDX:
70265
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-70266
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">νεο-θρότοις·</span> <span class="foreign greek">νεοαυξέσιν, νεωστὶ ὁρμῶσιν,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}