Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

νεοειδής
νεοεργής
νεόζευκτος
νεοζυγής
νεόζυγος
νέοζυξ
νεοηλής
νεοῆλιξ
Νεοήνια
νεοθάλαμος
νεοθαλής
νεοθανής
νεόθαπτος
νεόθεν
νεοθηγής
νεόθηκτος
νεοθηλής
νεόθηλος
νεοθήξ
νεοθήρατος
νεοθήρευτος
View word page
νεοθαλής
νεο-θαλής,
A). v. νεοθηλής.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
νεοθαλής
Headword (normalized):
νεοθαλής
Headword (normalized/stripped):
νεοθαλης
IDX:
70249
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-70250
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">νεο-θαλής</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">νεοθηλής.</span> </div> </div><br><br>'}