Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
νεοεία
νεοειδής
νεοεργής
νεόζευκτος
νεοζυγής
νεόζυγος
νέοζυξ
νεοηλής
νεοῆλιξ
Νεοήνια
νεοθάλαμος
νεοθαλής
νεοθανής
νεόθαπτος
νεόθεν
νεοθηγής
νεόθηκτος
νεοθηλής
νεόθηλος
νεοθήξ
νεοθήρατος
View word page
νεοθάλαμος
νεο-θάλαμος·
καπνός,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
νεοθάλαμος
Headword (normalized):
νεοθάλαμος
Headword (normalized/stripped):
νεοθαλαμος
IDX:
70248
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-70249
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">νεο-θάλαμος·</span> <span class="foreign greek">καπνός,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}