Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
νεογλυφής
νεογνός
νεόγονος
νεόγραπτος
νεόγραφος
νεόγυιος
νεογύνης
νεοδάκρυτος
νεοδάμαστος
νεοδαμώδης
νεοδάρτης
νεόδαρτος
νεοδίδακτος
νεοδμής
νεόδμητος
νεόδμητος
νεόδορος
νεοδουπής
νεοδρεπής
νεόδρεπτος
νεόδρομος
View word page
νεοδάρτης
νεο-δάρτης·
ἔδεσμά τι ἀβυρτακῶδες,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
νεοδάρτης
Headword (normalized):
νεοδάρτης
Headword (normalized/stripped):
νεοδαρτης
IDX:
70226
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-70227
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">νεο-δάρτης·</span> <span class="foreign greek">ἔδεσμά τι ἀβυρτακῶδες,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}