Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

νεοβλαστής
νεόβλαστος
νεόβορος
νεοβρόχοι
νεοβρώς
νεογάλαξ
νεογαμής
νεογαμητή
νεόγαμος
νεογενής
νεογέννητος
νεογηλής
νεογιλός
νεογλαγής
νεογλυφής
νεογνός
νεόγονος
νεόγραπτος
νεόγραφος
νεόγυιος
νεογύνης
View word page
νεογέννητος
νεο-γέννητος, ον,
A). gloss on νεογιλός , Phot.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
νεογέννητος
Headword (normalized):
νεογέννητος
Headword (normalized/stripped):
νεογεννητος
IDX:
70212
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-70213
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">νεο-γέννητος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> gloss on <span class="ref greek">νεογιλός</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phot.</span> </span> </div> </div><br><br>'}