Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

νέξας
νεοαλδής
νεοαλής
νεοάλωτος
νεοαρδής
νεοαυξής
νεόβδαλτος
νεοβλαστής
νεόβλαστος
νεόβορος
νεοβρόχοι
νεοβρώς
νεογάλαξ
νεογαμής
νεογαμητή
νεόγαμος
νεογενής
νεογέννητος
νεογηλής
νεογιλός
νεογλαγής
View word page
νεοβρόχοι
νεο-βρόχοι· ἔγκυοι, Id.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
νεοβρόχοι
Headword (normalized):
νεοβρόχοι
Headword (normalized/stripped):
νεοβροχοι
IDX:
70205
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-70206
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">νεο-βρόχοι·</span> <span class="foreign greek">ἔγκυοι,</span> Id.</div><br><br>'}