Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

νένασμαι
νενασμένως
νενηφότως
νενίηλος
νένιπται
νεννάζει
νέννος
νενομισμένως
νενός
νένωμαι
νέξας
νεοαλδής
νεοαλής
νεοάλωτος
νεοαρδής
νεοαυξής
νεόβδαλτος
νεοβλαστής
νεόβλαστος
νεόβορος
νεοβρόχοι
View word page
νέξας
νέξας· τὰ στρώματα, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
νέξας
Headword (normalized):
νέξας
Headword (normalized/stripped):
νεξας
IDX:
70195
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-70196
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">νέξας·</span> <span class="foreign greek">τὰ στρώματα,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}