Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

νέκρωσις
νεκρωτικός
νέκταρ
νεκτάρας
νεκτάρεος
νεκτάρθη
νεκτάριον
νεκταρίτης
νεκταροειδής
νεκταροσταγής
νεκταροῦσιν
νεκταρώδης
νεκυαγωγή
νεκυαγωγός
νεκυάμβατος
νεκυδαίμων
νεκύδαλος
νεκυηγός
νεκυηδόν
νεκυηπόλος
νέκυια
View word page
νεκταροῦσιν
νεκταροῦσιν· ἐλαφρίζουσιν, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
νεκταροῦσιν
Headword (normalized):
νεκταροῦσιν
Headword (normalized/stripped):
νεκταρουσιν
IDX:
70133
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-70134
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">νεκταροῦσιν·</span> <span class="foreign greek">ἐλαφρίζουσιν,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}