Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

νεκρόω
νεκρώδης
νέκρωμα
νεκρών
νεκρώσιμα
νέκρωσις
νεκρωτικός
νέκταρ
νεκτάρας
νεκτάρεος
νεκτάρθη
νεκτάριον
νεκταρίτης
νεκταροειδής
νεκταροσταγής
νεκταροῦσιν
νεκταρώδης
νεκυαγωγή
νεκυαγωγός
νεκυάμβατος
νεκυδαίμων
View word page
νεκτάρθη
νεκτάρθη· ἐθυμώθη, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
νεκτάρθη
Headword (normalized):
νεκτάρθη
Headword (normalized/stripped):
νεκταρθη
IDX:
70128
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-70129
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">νεκτάρθη·</span> <span class="foreign greek">ἐθυμώθη,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}