Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

νεκρόχρως
νεκρόψυχος
νεκρόω
νεκρώδης
νέκρωμα
νεκρών
νεκρώσιμα
νέκρωσις
νεκρωτικός
νέκταρ
νεκτάρας
νεκτάρεος
νεκτάρθη
νεκτάριον
νεκταρίτης
νεκταροειδής
νεκταροσταγής
νεκταροῦσιν
νεκταρώδης
νεκυαγωγή
νεκυαγωγός
View word page
νεκτάρας
νεκτάρας· μάστιγξ, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
νεκτάρας
Headword (normalized):
νεκτάρας
Headword (normalized/stripped):
νεκταρας
IDX:
70126
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-70127
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">νεκτάρας·</span> <span class="foreign greek">μάστιγξ,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}