Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

νεκροφορέω
νεκροφόριον
νεκροφόρος
νεκροφύλαξ
νεκρόχρως
νεκρόψυχος
νεκρόω
νεκρώδης
νέκρωμα
νεκρών
νεκρώσιμα
νέκρωσις
νεκρωτικός
νέκταρ
νεκτάρας
νεκτάρεος
νεκτάρθη
νεκτάριον
νεκταρίτης
νεκταροειδής
νεκταροσταγής
View word page
νεκρώσιμα
νεκρ-ώσιμα, τά,
A). = νεκύσια , Gloss.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
νεκρώσιμα
Headword (normalized):
νεκρώσιμα
Headword (normalized/stripped):
νεκρωσιμα
IDX:
70122
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-70123
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">νεκρ-ώσιμα</span>, <span class="gen greek">τά</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">νεκύσια</span> , <span class="title" style="font-style: italic;">Gloss.</span> </div> </div><br><br>'}