Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

νεκραγωγός
νεκρακαδήμεια
νεκρεπάρτης
νεκρηγός
νεκρία
νεκρικός
νεκριμαῖος
νεκροάρτης
νεκροβαρής
νεκροβαστάξ
νεκροβόρος
νεκροδέγμων
νεκροδερκής
νεκροδόκος
νεκροδότης
νεκροδοχεῖον
νεκροδόχος
νεκροθάπτης
νεκροθήκη
νεκροκαύστης
νεκροκομίζω
View word page
νεκροβόρος
νεκρο-βόρος, ον,
A). corpse-devouring, Cyran. 17 .


ShortDef

corpse-devouring

Debugging

Headword:
νεκροβόρος
Headword (normalized):
νεκροβόρος
Headword (normalized/stripped):
νεκροβορος
IDX:
70078
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-70079
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">νεκρο-βόρος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">corpse-devouring,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Cyran.</span> 17 </span>.</div> </div><br><br>'}