Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀναμηλόω
ἀναμηρυκάομαι
ἀναμηρύκησις
ἀναμηρύομαι
ἀνάμιγα
ἀνάμιγδα
ἀναμίγδην
ἀναμιγή
ἀναμικτέον
ἀναμίλλητος
ἀναμιμέομαι
ἀναμιμνήσκω
ἀναμίμνω
ἀναμινυρίζω
ἀναμίξ
ἀνάμιξις
ἀναμίσγω
ἀναμισθαρνέω
ἀναμισθόομαι
ἀναμίσθωσις
ἄναμμα
View word page
ἀναμιμέομαι
ἀναμιμέομαι,
A). imitate, Plu. 2.303a .


ShortDef

imitate

Debugging

Headword:
ἀναμιμέομαι
Headword (normalized):
ἀναμιμέομαι
Headword (normalized/stripped):
αναμιμεομαι
IDX:
7006
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-7007
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀναμιμέομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">imitate,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.303a </span>.</div> </div><br><br>'}