Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

νειοκόρος
νειοποιέω
νειός
νεῖος
νεῖος
νειότατον
νειοτομεύς
νειόφατον
νειρός
νειρός
νείσσομαι
νείφω
νεκάς
νεκράγγελος
νεκραγωγέω
νεκραγωγός
νεκρακαδήμεια
νεκρεπάρτης
νεκρηγός
νεκρία
νεκρικός
View word page
νείσσομαι
νείσσομαι or νείσομαι,
A). v. νίσσομαι.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
νείσσομαι
Headword (normalized):
νείσσομαι
Headword (normalized/stripped):
νεισσομαι
IDX:
70063
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-70064
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">νείσσομαι</span> or <span class="orth greek">νείσομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">νίσσομαι.</span> </div> </div><br><br>'}