Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
Νειλομέτριον
Νειλόρυτος
Νεῖλος
Νειλοσκοπεῖον
Νειλωΐς
Νειλῷος
Νειλώτης
νεῖμεν
νειόθεν
νειόθῐ
νειοκόρος
νειοποιέω
νειός
νεῖος
νεῖος
νειότατον
νειοτομεύς
νειόφατον
νειρός
νειρός
νείσσομαι
View word page
νειοκόρος
νειο-κόρος
,
ὁ
,
ἡ
, Ion. for
νεωκόρος,
AP
6.356
(
Pancrat.
).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
νειοκόρος
Headword (normalized):
νειοκόρος
Headword (normalized/stripped):
νειοκορος
IDX:
70053
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-70054
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">νειο-κόρος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, Ion. for <span class="foreign greek">νεωκόρος,</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">AP</span> 6.356 </span> (<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Pancrat.</span></span>).</div><br><br>'}