νειόθεν
νει-όθεν, Ion. Adv. (cf. νέατος A)
A). from the bottom, ἀνεστενάχιζε ν. ἐκ κραδίης he heaved a sigh from the bottom of his heart, ; 10.10 [ἐλάτην] ν. ἔλλαβε χερσίν : c. gen., 1.1197 ; 234 ν. ἐξεμέσαι ; 4.55 [βλ?]ύσε ν. Epic.in Arch.Pap. 7.10 :—also νειόθε, ν. δ’ ἐξανέηκεν .. πηγήν Supp.Epigr. 4.467.25 (Didyma, iii A.D.); in late Prose, ν. δρᾶν heartily, Peregr. 7 . Cf. νεόθεν 11 .