Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

νέηλυς
νεήμελκτος
νεηνίης
νεήτομος
νεήφατος
νεί
νεῖαι
νείαιρᾰ
νειάτιος
νείατος
νεικείω
νεικέσσιος
νεικεστήρ
νεικέω
νείκη
νεικητήρ
νεικλητήρ
νεῖκος
Νειλαιεύς
Νειλαῖος
Νειλεῖον
View word page
νεικείω
νεικ-είω,
A). = νεικέω (q.v.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
νεικείω
Headword (normalized):
νεικείω
Headword (normalized/stripped):
νεικειω
IDX:
70027
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-70028
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">νεικ-είω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">νεικέω</span> (q.v.).</div> </div><br><br>'}