Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

νεανικός
νεανικότης
νεᾶνις
νεανισκάριον
νεανισκαρχέω
νεανισκάρχης
νεανισκεύματα
νεανισκεύομαι
νεάνισκος
νεανισκύδριον
νέανσις
νέαξ
νεαοιδός
νέαον
Νεάπολις
νεαροηχής
νεαρόπαστος
νεαροποιέω
νεαροπρεπής
νεαρός
νεαροφόρος
View word page
νέανσις
νέανσις,
A). v. νέασις.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
νέανσις
Headword (normalized):
νέανσις
Headword (normalized/stripped):
νεανσις
IDX:
69958
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-69959
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">νέανσις</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">νέασις.</span> </div> </div><br><br>'}