Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ναυσίποδες
ναυσίπομπος
ναυσίπορος
ναυσίστονος
ναυσιφθόρος
ναυσιφόρητος
ναυσίωσις
ναυσοίκητος
ναῦσσον
ναύσταθμον
ναύστης
ναυστιλεία
ναυστολέω
ναυστόλημα
ναυστολία
ναυστολογέω
ναυστολόγος
ναύστολος
ναυτεία
ναύτης
ναυτία
View word page
ναύστης
ναύστης, ου, ,
A). = ναύτης , Sammelb. 1207 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ναύστης
Headword (normalized):
ναύστης
Headword (normalized/stripped):
ναυστης
IDX:
69882
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-69883
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ναύστης</span>, <span class="itype greek">ου</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ναύτης</span> , <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Sammelb.</span> 1207 </span>.</div> </div><br><br>'}