ναυσθλόω
ναυσθλόω,
A). carry by sea, ἐκ γᾶς Tr. 162 (lyr.); ἐς γῆν πατρίδα ναυσθλώσων νεκρόν Supp. 1037 :— Med., take with one by sea, ναυσθλοῦσθε παῖδα IT 1487 :— Pass., go by sea, ναυσθλοῦμαι Tr. 677 ; πελάγεσιν ναυσθλούμενος Hel. 1210 ; οὐ ναυσθλώσομαι Pax 126 .
II). Pass., to be visited by ships, γῆ ναυσθλωθήσεται . 1415