ναύκραρος
ναύκραρ-ος, ὁ, in early Athens,
A). the chief official of a division (ναυκραρία) of the citizens for financial and administrative purposes, Lex Solonis ap. Ath. 8.3 , etc.; οἱ πρυτάνιες τῶν ν. ;[ 5.71 Κλεισθένης] κατέστησε δημάρχους τὴν αὐτὴν ἔχοντας ἐπιμέλειαν τοῖς πρότερον ν. Ath. 21.5 ; cf. ναύκληρος 11.2 , ναύκλαρος.(-κραρος prob. = 'chief', cf. pr. n.[ Λ]ακραρίδας IG 7.1931 : from -κρᾱσρος, cf. κάρα.)