Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ναύκλαρος
ναυκληρέω
ναυκλήρημα
ναυκληρία
ναυκληρικός
ναυκλήριον
ναυκληροκυβερνήτης
ναυκληρομάχιμος
ναύκληρος
ναυκληρώσιμος
ναυκόρος
ναυκράρια1
ναυκραρία2
ναυκραρικός
ναύκραρος
ναυκρατέω
ναυκρατής
ναυκράτης
ναυκρατητικός
ναυκρατία
Ναύκρατις
View word page
ναυκόρος
ναυκόρος,
A). v. νεωκόρος .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ναυκόρος
Headword (normalized):
ναυκόρος
Headword (normalized/stripped):
ναυκορος
IDX:
69805
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-69806
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ναυκόρος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">νεωκόρος</span> .</div> </div><br><br>'}