Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

Ναυδαμηνός
ναύδετον
ναυηγέτης
ναυηγέω
ναύκλαρος
ναυκληρέω
ναυκλήρημα
ναυκληρία
ναυκληρικός
ναυκλήριον
ναυκληροκυβερνήτης
ναυκληρομάχιμος
ναύκληρος
ναυκληρώσιμος
ναυκόρος
ναυκράρια1
ναυκραρία2
ναυκραρικός
ναύκραρος
ναυκρατέω
ναυκρατής
View word page
ναυκληροκυβερνήτης
ναυκληρο-κῠβερνήτης, ου, ,
A). pilot of a ναυκλήριον, Wilcken Chr. 434.4 (iv A. D.), etc.


ShortDef

pilot of the ship of a ναύκληρος

Debugging

Headword:
ναυκληροκυβερνήτης
Headword (normalized):
ναυκληροκυβερνήτης
Headword (normalized/stripped):
ναυκληροκυβερνητης
IDX:
69801
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-69802
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ναυκληρο-κῠβερνήτης</span>, <span class="itype greek">ου</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">pilot of a</span> <span class="foreign greek">ναυκλήριον</span>, Wilcken <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Chr.</span> 434.4 </span> (iv A. D.), etc.</div> </div><br><br>'}