Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ναυαρχίς
ναύαρχος
ναυβαρέω
ναυβατέω
ναυβάτης
ναύβιον
Ναυδαμηνός
ναύδετον
ναυηγέτης
ναυηγέω
ναύκλαρος
ναυκληρέω
ναυκλήρημα
ναυκληρία
ναυκληρικός
ναυκλήριον
ναυκληροκυβερνήτης
ναυκληρομάχιμος
ναύκληρος
ναυκληρώσιμος
ναυκόρος
View word page
ναύκλαρος
ναύκλαρος,
A). = ναύκραρος , Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ναύκλαρος
Headword (normalized):
ναύκλαρος
Headword (normalized/stripped):
ναυκλαρος
IDX:
69795
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-69796
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ναύκλαρος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ναύκραρος</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}