Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ναυάρχης
ναυαρχία
ναυαρχίς
ναύαρχος
ναυβαρέω
ναυβατέω
ναυβάτης
ναύβιον
Ναυδαμηνός
ναύδετον
ναυηγέτης
ναυηγέω
ναύκλαρος
ναυκληρέω
ναυκλήρημα
ναυκληρία
ναυκληρικός
ναυκλήριον
ναυκληροκυβερνήτης
ναυκληρομάχιμος
ναύκληρος
View word page
ναυηγέτης
ναυ-ηγέτης, ου, ,
A). = ναύαρχος , Lyc. 873 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ναυηγέτης
Headword (normalized):
ναυηγέτης
Headword (normalized/stripped):
ναυηγετης
IDX:
69793
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-69794
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ναυ-ηγέτης</span>, <span class="itype greek">ου</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ναύαρχος</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Lyc.</span> 873 </span>.</div> </div><br><br>'}